Saturday, April 29, 2017

ΟΙ ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΕΣ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΡΑΜΠ


Όσοι έκαναν το λάθος να θεωρήσουν δεσμευτικές τις προεκλογικές διακηρύξεις του κ. Τραμπ σε σχέση με τις διεθνείς επιλογές του – στις οποίες ευνοήτως επικεντρώνεται το παγκόσμιο ενδιαφέρον - φυσικό είναι να αισθάνονται αμηχανία ενώπιον των πεπραγμένων «των πρώτων εκατό ημερών» του ως προέδρου. Καθώς, ούτε οι εκπεφρασμένοι φόβοι των αντιπάλων του, ούτε οι προσδοκίες του σκληρού πυρήνα των οπαδών του επιβεβαιώνονται. Αντιθέτως, οσημέραι καθίσταται σαφέστερο ότι, όπως μάλλον έπρεπε να αναμένεται, ο πρόεδρος Τραμπ – κατά το προηγούμενο πολλών άλλων πολιτικών ηγετών ανά την υφήλιο, παρελθόντων και νυν - αφού κατέκτησε την εξουσία μέσω επικοινωνιακά αποτελεσματικής, πλην συχνά ανεδαφικής συνθηματολογίας, υιοθετεί τώρα τη σκληρή λογική του κυβερνητικού ρεαλισμού. Χωρίς καν να επιχειρεί να συγκαλύψει τις αντιφάσεις μεταξύ προγενέστερων λόγων του και κυβερνητικών του πράξεων.  
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα των – κατά τα λοιπά ευπρόσδεκτων – αυτών κυβιστήσεων του Αμερικανού προέδρου: Παίρνοντας αποστάσεις από τις απαξιωτικές προεκλογικές τοποθετήσεις του έναντι του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ο κ. Τραμπ εξαίρει τώρα τη σημασία των δύο αυτών θεσμών. Από την άλλη, παρά τις προεκλογικές φιλορωσικές δηλώσεις του – και τους ισχυρισμούς των επικριτών του ότι στηρίζεται, έως και εκβιάζεται, από τον Ρώσο πρόεδρο -  ουδόλως μέχρι στιγμής έχει αποστεί από την επιφυλακτική γραμμή των προκατόχων του έναντι της Μόσχας. Ενώ, απεριφράστως ανακαλώντας τον βαρύ εκ μέρους του προεκλογικό χαρακτηρισμό του Πεκίνου ως «χειραγωγού νομίσματος» και τις συναφείς απειλές του περί αντιποίνων, αποκαλεί τώρα τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ «καλόν άνθρωπο, πολύ καλόν άνθρωπο, τον οποίο έχω γνωρίσει πολύ καλά» και επιδιώκει ενεργώς τη συνεργασία με την Κίνα – όλως ιδιαίτερα επί του εκρηκτικού Κορεατικού. Ως προς δε το Συριακό, αφού πριν και αμέσως μετά την προεδρική εκλογή είχε αφήσει να εννοηθεί ότι δεν αποκλείει την παραμονή του προέδρου Ασάντ στην εξουσία, εν συνεχεία, μετά τη χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς κατά των αντιπάλων του και την τιμωρητική αμερικανική πυραυλική επίθεση κατά συριακού αεροδρομίου, δείχνει να επανέρχεται στην προτέρα γραμμή της Ουάσιγκτον υπέρ καθεστωτικής αλλαγής.
Είναι βέβαια πάρα πολύ νωρίς για τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής πολιτικής της προεδρίας Τραμπ. Αν κρίνει όμως κανείς, όχι μόνο από την ευχέρεια προσαρμογής του Αμερικανού προέδρου στις διεθνείς πραγματικότητες, αλλά - όπερ επίσης λίαν ενδεικτικό - και από  την υψηλή ποιότητα των βασικών συνεργατών του, και κατά κύριο λόγο των υπουργών εξωτερικών και άμυνας και των βασικών συντελεστών του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το πιθανότερο είναι ότι η Ουάσιγκτον, παρά τους, αναπόφευκτους άλλωστε, εκάστοτε ατυχείς χειρισμούς της, θα συνεχίσει να πληροί με επάρκεια τον ρόλο της ασφαλιστικής δικλίδας του διεθνούς συστήματος.

Ο ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΤΗΤΑ
Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής προεκλογικής εκστρατείας, αυτοτιτλοφορούμενοι «προοδευτικοί» εντός και εκτός ελληνικής κυβερνήσεως έσπευσαν να ταχθούν θορυβωδώς παρά το πλευρό της κυρίας Κλίντον – λες και η Ελλάδα είναι αμερικανική επαρχία και υπεχρεούντο να δώσουν την ψήφο τους. Και με παρεμφερή λογική οι επικριτές της «νέας τάξης» και της «παγκοσμιοποίησης» θεώρησαν καλό να «υπερψηφίσουν» φραστικώς τον υποτιθέμενο ομόφρονά τους Τραμπ. Με τους μεν και τους δε να επιδεικνύουν προβληματίζουσα επιπολαιότητα. Και άγνοια των βασικών αρχών που το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον επιβάλλει να τηρούμαι στις σχέσεις μας με την αμερικανική υπερδύναμη.
Η αμερικανική συμμαχία είναι αυταπόδεικτα ζωτικής σημασίας για τη χώρα μας. Και, από την άλλη, είναι προφανές ότι στερούμεθα παντελώς της δυνατότητας να επηρεάσουμε την έκβαση των αγώνων για την εξουσία στις ΗΠΑ. Στόχος μας επομένως πρέπει να είναι η διασφάλιση των στενών μας σχέσεων με την Ουάσιγκτον ανεξάρτητα από την κομματική ή ιδεολογική φυσιογνωμία της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης.
Προς τούτο δε διαθέτουμε δύο σημαντικούς μοχλούς: Εν πρώτοις, τη γεωπολιτική θέση της χώρας μας. Και, κατά δεύτερο, λόγο το ελληνοαμερικανικό στοιχείο. Το οποίο, κατ’ ευτυχή συγκυρία, είναι δυναμικά παρόν στους κόλπους και των δύο μεγάλων αμερικανικών κομμάτων, όπως άλλωστε και στο προσωπικό περιβάλλον πολλών προβεβλημένων Αμερικανών πολιτικών, του σημερινού προέδρου συμπεριλαμβανομένου. Και επομένως η στάση μας κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογικών αναμετρήσεων πρέπει να είναι τέτοια, ώστε, μετά τη λήξη τους, να είμαστε σε θέση να προσεγγίζουμε με άνεση τον εκάστοτε νικητή - και να αξιοποιούμε στο έπακρο τους μοχλούς αυτούς.

Tuesday, April 25, 2017

ΕΥΡΩΚΑΤΑΣΤΡΟΦΟΛΟΓΙΑ, ΕΥΡΩΟΥΤΟΠΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΕΥΡΩΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Εξήντα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η Κοινοτική Ευρώπη διέρχεται μια ακόμη υπαρξιακή δοκιμασία - με τις Κασσάνδρες να προεξοφλούν την επικείμενη διάλυσή της· και με ορισμένους από τους θιασώτες της να αισιοδοξούν ότι η κρίση θα αποδειχθεί εφαλτήριο για μια θεαματική αναβάθμισή της. Το πιθανότερο ωστόσο είναι ότι και οι δύο αυτές εκδοχές του ευρωενωσιακού μέλλοντος θα διαψευσθούν εκ των πραγμάτων. Διότι ενώ, από τη μια, το επικρατούν στον ευρωπαϊκό χώρο πολιτικό κλίμα καθιστά ουτοπική τυχόν απόπειρα επιστροφής στις ομοσπονδιάζουσες ρίζες του κοινοτικού εγχειρήματος, από την άλλη, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλες της τις αδυναμίες, παρουσιάζει ήδη αρκετό ενδιαφέρον για αρκετούς εντός και εκτός των κόλπων της, ώστε να μην αφεθεί να καταρρεύσει.
Προς στιγμήν το Μπρέξιτ έδωσε την εντύπωση ότι  αποτελεί την απαρχή της ραγδαίας αποδόμησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η ανάγνωση όμως αυτή δεν επαληθεύθηκε από τις έκτοτε εξελίξεις. Οι αντιευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις στην Αυστρία και Ολλανδία, παρά την αύξηση της εκλογικής τους επιρροής τους, επέτυχαν τελικώς να κατακτήσουν την κυβερνητική εξουσία. Ενώ το πιθανότερο είναι ότι και στη Γαλλία την μεθεπόμενη Κυριακή πρόεδρος της δημοκρατίας θα αναδειχθεί ο ευρωπαϊστής Μακρόν. (Στην απίθανη περίπτωση της επικράτησης της κυρίας Λεπέν, η ΕΕ θα υποστεί αναμφίβολα μείζονα δοκιμασία· χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η ηγέτης του Εθνικού Μετώπου, κατά το προηγούμενο του κ. Τραμπ, ως πρόεδρος να απομακρυνθεί στην πράξη από ορισμένες, εν πολλοίς ανεδαφικές, αντιευρωπαϊκές προεκλογικές της θέσεις.) Και πάντως, στην καθοριστικής σημασίας Γερμανία και τα δύο μεγάλα κόμματα παραμένουν προσηλωμένα στη φιλοευρωπαϊκή τους ιδεολογία.
Από την άλλη, ορισμένοι ένθερμοι ευρωπαϊστές – ανήκοντες κυρίως στους ηγετικούς κύκλους της κοινοτικής γραφειοκρατίας – θεώρησαν ότι η αποχώρηση των ανέκαθεν  ευρωσκεπτικιστών Βρετανών από την Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει ευπρόσδεκτη ευκαιρία για την επανενεργοποίηση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δοθέντος δε ότι η κραυγαλέα ανομοιογένεια των παραμενόντων είκοσι επτά εταίρων αποκλείει, στο ορατό τουλάχιστον μέλλον, τη συσσωμάτωσή τους σε συνεκτικό ενιαίο σύνολο, προβάλλουν ως λύση την Ευρώπη των «πολλαπλών ταχυτήτων» – ήτοι την αποφασιστική προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας σε επί μέρους τομείς από τα κράτη μέλη τα διατεθειμένα και ικανά κατά περίπτωση να συμπράξουν. Με τη «Λευκή Βίβλο για το Μέλλον της Ευρώπης» που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την 1η Μαρτίου 2017 στη Σύνοδο Κορυφής της Ρώμης και τις προτάσεις της Υπάτης Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας κυρίας Μογκερίνι, μεταξύ άλλων, να κινούνται στο πνεύμα αυτό. 
Πρόκειται ωστόσο για ευσεβείς μάλλον πόθους παρά για ρεαλιστική προοπτική. Όπως όλα δείχνουν, οι ενισχυμένες συνεργασίες θα περιορισθούν στις κατ’ ουσίαν δύο ήδη από καιρού υφιστάμενες – την Ευρωζώνη και στη Συνθήκη Σένγκεν - με μια περιορισμένη, στην καλύτερη περίπτωση, εντατικοποίηση των σχετικών προσπαθειών. Ενώ, στον τομέα της άμυνας, όχι μόνο οι παλαιότερες φιλοδοξίες του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ για συγκρότηση «ευρωπαϊκού στρατού» φαντάζουν υπέρποτε άλλοτε εξωπραγματικές, αλλά και οι λιγότερο φιλόδοξες στοχεύσεις της κυρίας Μογκερίνι θα αποδειχθούν κατά πάσαν πιθανότητα εν πολλοίς ανέφικτες. Τοσούτω μάλλον, καθόσον η έξοδος από  την ΕΕ του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι της στρατιωτικά ισχυρότερης κοινοτικής χώρας και μιας εκ των δύο πυρηνικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – η άλλη είναι ως γνωστόν η Γαλλία – δυσχεραίνει ακόμη και τη συνέχιση της μέχρι τούδε λίαν περιορισμένης, επιλεκτικής κοινοτικής στρατιωτικής συνεργασίας. Ενώ η Γερμανία, ο μόνος κοινοτικός εταίρος ικανός να συγκροτήσει ένοπλες δυνάμεις υπερκαλύπτουσες το κενό που δημιουργεί το Μπρέξιτ, δείχνει άκρως απρόθυμη να το πράξει. Με τη κοινή της γνώμη να διατελεί ακόμη υπό την επήρεια των τραυματικών εμπειριών του χιτλερικού παρελθόντος. Αλλά κυρίως, ίσως, δια τον φόβον των διεθνών αντιδράσεων εντός και εκτός Κοινοτικής Ευρώπης.
***
Κατά τα λοιπά, μια ψύχραιμη θεώρηση πείθει ότι έστω και υπό την παρούσα ατελή της μορφή η Ευρωπαϊκή Ένωση εξυπηρετεί σημαντικότατα συμφέροντα των κρατών μελών της· είτε πρόκειται για την ενιαία αγορά, είτε για το κοινό νόμισμα, είτε για τη συντονισμένη αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης και της τρομοκρατίας, είτε για την εναρμόνιση των νομοθεσιών και τη συνεργασία στην καταπολέμηση του κοινού εγκλήματος και στην προστασία περιβάλλοντος. Ενώ τουλάχιστον ίσης σημασίας είναι και η γεωπολιτική της διάσταση: Στο ταραχώδες  και συχνά απρόβλεπτο παγκόσμιο γίγνεσθαι, η παρουσία της ΕΕ αποτελεί καθοριστική συμβολή, αφ’ ενός, στη διατήρηση της ευστάθειας και συνοχής ενός εκ των δύο πυλώνων του ευρω-ατλαντικού κόσμου, και, αφ’ ετέρου, στη σύμπραξη των δύο ακτών του Ατλαντικού.
Είναι δε ευτύχημα ότι, παρά κάποιες προβληματίζουσες αντιευρωπαϊκές, ου μην αλλά και αντινατοϊκές, προεκλογικές κυρίως, τοποθετήσεις του, ο πρόεδρος Τραμπ, ακολουθούμενος από τους κυριότερους συνεργάτες του, ευθέως αναγνωρίζει πλέον τη ζωτική σημασία των ευρω-αμερικανικών σχέσεων, τόσο σε διμερές επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ενώ καθησυχαστικό είναι και το ότι οι σχέσεις αυτές δεν έχουν ποσώς τραυματισθεί από τις ανεπίτρεπτα ανοίκειες φραστικές επιθέσεις ορισμένων Ευρωπαίων αξιωματούχων κατά του προσώπου του νέου Αμερικανού προέδρου. (Κάτι που, εκτός των άλλων, μάλλον πιστοποιεί το ελλιπές διεθνές βάρος των εν λόγω αξιωματούχων…)
Βέβαια, το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό εκτόπισμα της χαλαρής και στρατιωτικά ασθενούς σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολείπεται μεγάλως του δυνητικού – δηλαδή του εφικτού υπό την προϋπόθεση μιας συνεκτικής κοινοτικής συσσωμάτωσης – δυναμικού της. Ωστόσο, χάρις κυρίως στην «ήπια ισχύ» του – διπλωματική, οικονομική, και αξιακή – ο ευρωπαϊκός παράγων καλείται να επωμισθεί τον κύριο σταθεροποιητικό ρόλο στον πάντοτε ανήσυχο βαλκανικό χώρο· και να συμπράξει με την αμερικανική ισχύ, συνηγορώντας συγχρόνως υπέρ της σώφρονος, λελογισμένης χρησιμοποίησής της, στο ευρύ φάσμα των κοινών συμφερόντων και ανησυχιών Ευρωπαίων και Αμερικανών: στην Ανατολική Ευρώπη, στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, στην Κεντρική Ασία, και στην περιοχή της Άπω Ανατολής και του Ειρηνικού. Με ιδιαίτερη έμφαση αυτή τη στιγμή στη διαμόρφωση κοινής γραμμής με την Ουάσιγκτον στο Ουκρανικό -  προκειμένου μεταξύ άλλων να ματαιωθεί η πάγια, από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, επιδίωξη της Μόσχας να διασπάσει τη Δύση - και στην αντιμετώπιση της βαρβαρότητας του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ.
***
Τα ευρωενωσιακά δρώμενα παρουσιάζουν αυτονόητο ενδιαφέρον και για τη χώρα μας. Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πέραν της συνήθως αναδεικνυόμενης στον τρέχοντα πολιτικό διάλογο οικονομικής της πτυχής, προσφέρεται και ως σημαντικό μέσο ενίσχυσης της διεθνούς θέσης της χώρας. Ειδικότερα, η Ελλάδα οφείλει να συμμετέχει δυναμικά στις όποιες παρούσες και μέλλουσες ενδοκοινοτικές συσπειρώσεις – στον «σκληρό πυρήνα» μιας Ευρώπης «μεταβλητής γεωμετρίας» - προκειμένου, πέραν του να συνδιαμορφώνει τις κοινοτικές αποφάσεις, με την παρουσία της και μόνο να ισχυροποιεί τη θέση της στους διεθνείς συσχετισμούς.
Διαπράττουμε όμως επικίνδυνο σφάλμα όταν προσβλέπουμε σε οφέλη που εκ των πραγμάτων η Κοινοτική Ευρώπη αδυνατεί να παράσχει. Η ευρωενωσιακή μας ιδιότητα δεν είναι πανάκεια. Η ΕΕ δεν είναι υποκατάστατο του εθνικού μας κράτους. Υπό την παρούσα μορφή της - εν απουσία δηλαδή της συγκολλητικής ουσίας ενός ευρωπαϊκού πατριωτισμού - ούτε την εθνική μας άμυνα και ασφάλεια κατοχυρώνει, ούτε γενικότερα προσφέρει τη γενναία εκείνη αλληλεγγύη, οικονομική και άλλη, που απορρέει από τη συνείδηση κοινής μοίρας και πεπρωμένων. Αποτελεί ένα σημαντικό πυλώνα μιας ολοκληρωμένης ελληνικής εθνικής στρατηγικής – ασφαλώς όμως όχι τον μόνο.

Tuesday, April 18, 2017

ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ


Το τουρκικό δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής έδωσε λαβή σε χείμαρρο αντιφατικών αναγνώσεων - με το ενδιαφέρον στον ευρωατλαντικό ειδικότερα χώρο να εστιάζεται πρωτίστως, και συχνά αποκλειστικά, στις τύχες της «δημοκρατίας» στη γείτονα. Ωσάν το τουρκικό πολίτευμα, από ιδρύσεως του νεότερου τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ, να υπήρξε ποτέ δημοκρατικό με τη Δυτική έννοια του όρου. Είτε επί κυριαρχίας των στρατιωτικών, είτε μετά την ανάληψη της εξουσίας από το πολιτικό Ισλάμ.
Επαναλαμβάνουν δηλαδή οι Δυτικοί σχολιαστές σε σχέση με την Τουρκία το σφάλμα που κατά κανόνα διαπράττουν και ως προς άλλες εκτός Δυτικού πολιτικού πολιτισμού χώρες. Αξιολογούν τα πολιτικά καθεστώτα με κριτήρια ξένα προς τη φύση των κοινωνιών που τα εκτρέφουν και στηρίζουν. Με επακόλουθο τη συσκότιση της ουσίας των εκάστοτε πραγματικών διακυβευμάτων. Τα οποία στην τουρκική περίπτωση συνίστανται, αφ’ ενός, στη σταθερότητα εντός του κράτους, και, αφ’ ετέρου, στους εξωτερικούς του προσανατολισμούς.  
Και ως προς μεν το πρώτο, το πιθανότερο είναι ότι η επικράτηση του χαρισματικού και θεληματικού προέδρου Ερντογάν θα δυσχεράνει περαιτέρω, τόσο τις αποσχιστικές προσπάθειες των Κούρδων του ΡΚΚ, όσο και τις τρομοκρατικές δραστηριότητες των ακραίων Ισλαμιστών. Ενώ, σε μια κοινωνία της οποίας θρησκεία και εθνικισμός συγκροτούν τους δύο ισχυρότερους πυλώνες, η συμμαχία μεταξύ του ισλαμογενούς κυβερνητικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και των κεμαλικών του Εθνικιστικού Κινήματος (ΜΗΡ) – αναβίωση, σε κάποιο βαθμό, του επί στρατιωτικού καθεστώτος ισλαμοεθνικισμού του μακαρίτη Οζάλ, τώρα όμως  με τους ισλαμιστές στο τιμόνι – προσφέρει κρίσιμη στήριξη στο υπό διαμόρφωση προεδρικό καθεστώς.
Μεγαλύτερη αβεβαιότητα περιβάλλει αυτή τη στιγμή τις εξωτερικές επιλογές του Τούρκου προέδρου. Η κριτική που πλείονες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ασκήσει προσωπικώς στον κ. Ερντογάν εξ αφορμής του δημοψηφίσματος και οι αμετροεπείς, έως κατάφορα προσβλητικές, αντιδράσεις του ιδίου έχουν επί του παρόντος επιβαρύνει σοβαρά το ευρωτουρκικό κλίμα. Χωρίς ουδόλως να αποκλείεται, όμως, τα μερικώς συγκλίνοντα συμφέροντα της Τουρκίας και των κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων σε μια σειρά από μείζονος σημασίας και για τις δύο πλευρές θέματα - Συριακό και Μεσανατολικό γενικότερα, μεταναστευτικό, εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις - να οδηγήσουν συν τω χρόνω στην εκτόνωση της δημιουργηθείσης έντασης και στην αναζήτηση οδών συνεργασίας.
Βέβαια, περί εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ουδείς πλέον σοβαρός λόγος. Επί δεκαετίες άλλωστε η ένταξη αυτή αποτελούσε όνειρο απατηλό -  με τους Ευρωπαίους να υποκρίνονται ότι την διαπραγματεύονται και με τους Τούρκους να υποκρίνονται ότι τους πιστεύουν. Και συνεπώς οι πρόσφατες εξελίξεις παρέχουν την ευκαιρία για την τοποθέτηση των ευρωτουρκικών σχέσεων σε ρεαλιστικότερη βάση. Προς την κατεύθυνση δε αυτή πιθανότατα θα συμβάλει και η Ουάσιγκτον υπό την κυβέρνηση Τραμπ. Η οποία ενώ, σε αντίθεση με τους προκατόχους της, δείχνει παγερά αδιάφορη έναντι της τουρκικής ευρωκοινοτικής προοπτικής, εμφανώς αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη συνεργασία με την Άγκυρα - μεταξύ άλλων κατά του Ισλαμικού Κράτους. Όπως μαρτυρεί και το συγχαρητήριο τηλεφώνημα του Αμερικανού προέδρου προς τον Τούρκο ομόλογό του την επομένη του δημοψηφίσματος.  
Σημειωτέον ότι μια τέτοια εξέλιξη ανταποκρίνεται και στο ελληνικό εθνικό συμφέρον, στο μέτρο που αποκλείει την Τουρκία από τα κοινοτικά κέντρα στρατηγικών αποφάσεων, αλλά ευνοεί τη στενή σύνδεσή της με την Ευρωπαϊκή Ένωση - της οποίας ως μέλος έχουμε φυσικά τη δυνατότητα να συνδιαμορφώνουμε  τη στάση.

Κατά τα λοιπά, ο πρόεδρος Ερντογάν είναι, εκτός απροόπτου, ο δεδομένος ηγέτης της γείτονος για πλείονα έτη. Και επομένως ως προς το όλο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων - Κυπριακό, Αιγαιακά, μεταναστευτικές ροές – αυτός θα είναι ο κύριος συνομιλητής μας. Η ψευδαίσθηση ότι είναι ετοιμόρροπος οδηγεί σε επικινδύνως παραπειστικά συμπεράσματα. Ενώ η επιπολαίως προτεινόμενη από ορισμένους – αλλά ευτυχώς διαχρονικά αποκρουόμενη από την επίσημη ελληνική Πολιτεία – συμπαράσταση σε στοιχεία στρεφόμενα κατά της τουρκικής κρατικής υπόστασης, όπως οι αποσχιστικοί Κούρδοι, αποτελεί σίγουρη συγκρουσιακή συνταγή.