Monday, December 10, 2018

Ο ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΑΙΩΝΑ


Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το 126ο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικού οργάνου του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).

Όλο και συχνότερα θρηνείται η κατάλυση μιας θεσμοθετημένης φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης [rules-based liberal order] που ουσιαστικώς ουδέποτε  υπήρξε.[i]

H ψυχροπολεμική περίοδος κυριαρχήθηκε από την ανταγωνιστική, πολιτικοστρατιωτική ισορροπία ισχύος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Με τους Αμερικανούς, πάντως, να διαθέτουν, χάρις στην οικονομική και πολιτισμική τους υπεροχή, το προβάδισμα˙ και να διαμορφώνουν, με τη στήριξη των συμμάχων τους, ένα πλέγμα διεθνών οργανισμών και κανονισμών που ευνοούσε τα γεωπολιτικά, οικονομικά, και άλλα συμφέροντά τους και διευκόλυνε την άσκηση πίεσης επί των αντιπάλων τους.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έθεσε τέλος στον αμερικανοσοβιετικό αυτόν διπολισμό. Σε πολύκροτο άρθρο του αρχομένης της δεκαετίας των ’90, ο διάσημος δημοσιογράφος και συγγραφέας Τσαρλς Κράουτχαμερ [Charles Krauthammer], εκφράζοντας το πνεύμα των καιρών, εξήγγειλε την έλευση της «μονοπολικής στιγμής» [unipolar moment]. Δηλαδή την ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε κυρίαρχο πλέον πόλο της διεθνούς ζωής, δεσπόζοντα έναντι των περιστρεφόμενων γύρω του «δευτεροκλασάτων» δυνάμεων. Προσθέτοντας ωστόσο, ότι «εν καιρώ, σε καμιά ίσως γενεά, ο πολυπολισμός [multipolarity] αναμφίβολα θα έλθει». [ii]

Ένας ιδιότυπος πολυπολισμός

Όλα δε δείχνουν ότι η προαναγγελθείσα αυτή μετάλλαξη των παγκόσμιων συσχετισμών συντελείται ήδη. Συγκρινόμενος όμως με τον μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων πολυπολισμό, ο σημερινός παρουσιάζει – τουλάχιστον επί του παρόντος – μια κρίσιμη ιδιοτυπία: Παρά την συν τω χρόνω συρρίκνωση των περιθωρίων υπεροχής τους έναντι των λοιπών παικτών στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να συγκεντρώνουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία και ως προς τις τρεις μορφές ισχύος – τόσο τη στρατιωτική και την οικονομική, όσο και τη λεγόμενη «ήπια», ήτοι την πολιτισμική, αξιακή, και θεσμική ακτινοβολία˙ [iii] διατηρώντας έτσι καθοριστικό ρόλο στα παγκόσμια δρώμενα.

Και σε ό,τι αφορά στη στρατιωτική ισχύ, είναι ενδεικτικό ότι οι αμερικανικές αμυντικές δαπάνες  υπερέβησαν το 2017 το άθροισμα των επτά επόμενων σε μέγεθος στρατιωτικών προϋπολογισμών – με αυξητική προοπτική για το 2019.[iv]   Μολονότι δε το ρωσικό πυρηνικό οπλοστάσιο είναι πάντοτε συγκρίσιμο με το αμερικανικό, οι συμβατικές δυνάμεις των ΗΠΑ υπερέχουν πλέον κατά πολύ όλων των λοιπών ανά τον πλανήτη˙ παρέχοντας έτσι στην Ουάσιγκτον καθοριστικό πλεονέκτημα προκειμένου για περιορισμένες στρατιωτικές επεμβάσεις, για τη διεξαγωγή των οποίων η προσφυγή σε πυρηνικά όπλα συνεπάγεται υπέρμετρη διακινδύνευση - και έως τώρα έχει επιμελώς αποφευχθεί. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι μια πρόσφατη έκθεση του Κογκρέσου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου οι ΗΠΑ να απωλέσουν τη στρατιωτική τους υπεροχή, εάν δεν καταβάλουν ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες. [v]

Κατά τα λοιπά, η στρατιωτική ισχύς, καθώς και γενικότερα το διεθνοπολιτικό βάρος ενός κράτους συναρτώνται στενά με την οικονομική του ευρωστία. Υπό το πρίσμα δε αυτό, πολύς λόγος έγινε προς στιγμήν για την εξισορρόπηση της αμερικανικής οικονομικής και συνακόλουθα και της στρατιωτικής και γεωπολιτικής ισχύος από ένα υποτιθέμενο συνασπισμό οικονομικώς αναδυόμενων χωρών – Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας, και Νότιας Αφρικής – γνωστό υπό την ευρηματική βραχυλογία BRICS. Το αφήγημα όμως αυτό έχει ήδη απομυθοποιηθεί. 

Κατ’ αρχάς, οι αντιθέσεις μεταξύ των εν λόγω κρατών υπεραντισταθμίζουν τις όποιες διαφωνίες τους με την Ουάσιγκτον. Πέραν όμως τούτου, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική, παρά τους εκτεταμένους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους των, μαστίζονται από μια χρόνια κρίση διακυβέρνησης που εξασθενίζει τις οικονομικές τους επιδόσεις και αποδυναμώνει τη διεθνή τους παρουσία. Ενώ, η όντως αναδυόμενη οικονομικά και γεωπολιτικά Ινδία, αντιμέτωπη με επικίνδυνες προκλήσεις επί των βόρειων και ανατολικών συνόρων της, όχι μόνο δεν αμφισβητεί – πλέον – την παγκόσμια ηγετική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά αντιθέτως επιδιώκει τη στρατηγική αναβάθμιση των ινδο-αμερικανικών σχέσεων.

Οι κύριοι αμφισβητίες της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας

Από την άλλη, ισχυρούς, εκ πρώτης όψεως, τίτλους για να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο μεταλλασσόμενο διεθνές περιβάλλον δείχνουν να διαθέτουν οι δύο μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις Ρωσία και Κίνα. Οι οποίες, όχι μόνο καταφανώς δυσανασχετούν με την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, αλλά και συχνά αντιτίθενται ενεργώς στις γεωπολιτικές επιλογές της Ουάσιγκτον.

Οι κατανοητές όμως, υπό το φως εδαφικών και δημογραφικών μεγεθών, γεωγραφίας, και ιστορίας, γεωπολιτικές φιλοδοξίες της ρωσικής ηγεσίας προσκρούουν σε μια οικονομία προβληματική, όμηρο της τιμής του πετρελαίου, και της οποίας το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ανέρχεται μόλις στο δέκα τοις εκατό του αμερικανικού -  με επακόλουθο και οι ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες να μην υπερβαίνουν το ένα δέκατο εκείνων των ΗΠΑ. Και ναι μεν η Ρωσία παραμένει πυρηνική υπερδύναμη και συνεπώς διαθέτει το ύστατο αμυντικό όπλο της αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής, πλην όμως το περιορισμένο συμβατικό στρατιωτικό της δυναμικό θέτει στενά όρια στις επεμβατικές της δυνατότητες εκτός εθνικών της συνόρων. Όπερ εξηγεί μερικώς και την προφανή αμφιθυμία τής έναντι της Ουάσιγκτον ρωσικής στάσης˙ η οποία συνδυάζει τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με την αποφυγή ρήξης και στρατιωτικής, ιδίως, σύγκρουσης.[vi] 

Ισχυρότερη, εν προκειμένω, εμφανίζεται η θέση του Πεκίνου. Βέβαια, ο Κράουτχαμερ μετά βίας είχε στέρξει να συμπεριλάβει την οικονομικώς ασθενή και πολιτικώς δοκιμαζόμενη τότε Κίνα ακόμη και στις «δευτεροκλασάτες» μεταψυχροπολεμικές δυνάμεις. Ωστόσο η έκτοτε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη της ΛΔΚ, η συνεχής ενίσχυση του στρατιωτικού της δυναμικού, και η διεύρυνση της διεθνούς οικονομικής, διπλωματικής, και στρατιωτικής παρουσίας και επιρροής της την καθιστούν σήμερα, κατά πολλούς, την ευνοϊκότερα τοποθετημένη δύναμη για να διεκδικήσει εν καιρώ την ισοτιμία με τις Ηνωμένες Πολιτείες – αν όχι ακόμη και να εκτοπίσει τους Αμερικανούς από την κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος. [vii]

Μια προοπτική, όμως, που ουκ ολίγοι αμφισβητούν, επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων: τη δυσυπέρβατη απόσταση που χωρίζει το εξ $ 9.5 τρις κινεζικό ΑΕΠ από τα $17 τρις του αμερικανικού, δεδομένης μάλιστα της πιθανότητας οι ρυθμοί ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας να επιβραδυνθούν˙ την ως εκ τούτου δυσχέρανση της εξοπλιστικής προσπάθειας του Πεκίνου, οι στρατιωτικές δαπάνες του οποίου – οι πραγματικές, όχι οι ακόμη χαμηλότερες επίσημες – μόλις ανέρχονται αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με το έγκυρο Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, στο ένα τρίτο των αμερικανικών˙ τη διάχυτη κρατική διαφθορά, το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και πτωχών, και τις συνακόλουθες κοινωνικές εντάσεις εντός της κινεζικής επικράτειας, καθώς και τις μειονοτικές αναταραχές στο Σινγιάνγκ και στο Θιβέτ˙ και, κρίσιμο  για την ανάδειξη μιας χώρας σε πραγματική υπερδύναμη, το έλλειμα ήπιας ισχύος. Με το κινεζικό καθεστώς, ένα συνδυασμό κομματικού απολυταρχισμού και ενός μίγματος κρατικού και άγριου ιδιωτικού καπιταλισμού, να στερείται, σε αντίθεση με την πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, εξαγώγιμου ιδεολογήματος. Και με τις προσπάθειες που καταβάλλει για τη διεύρυνση της διεθνούς επιρροής του μέσω οικονομικών σχέσεων και διπλωματίας να δυσχεραίνονται από τις απροκάλυπτες ηγεμονικές του κινήσεις στον γεωπολιτικό του περίγυρο.[viii]

Ήπια ισχύς και διεθνείς επιλογές των ΗΠΑ

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντιθέτως, η ήπια ισχύς αποτελεί μείζονα πηγή διεθνούς επιρροής. Προκύπτει δε κατά κύριο λόγο από τις πολιτικές αξίες και θεσμούς της αμερικανικής συμπολιτείας˙ την παγκόσμια ακτινοβολία των αμερικανικών εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων˙ την ευρύτατη διάδοση της αμερικανικής κουλτούρας μέσω των σύγχρονων επικοινωνιακών μέσων˙ και την πολυμερή διπλωματική επιρροή που ασκεί η Ουάσιγκτον στο πλαίσιο των συμμαχιών και εταιρικών της σχέσεων και των διεθνών οργανισμών. Ενώ, μετά την κατάρρευση της Μέκκας του κομμουνισμού, οι μόνοι υπολογίσιμοι ιδεολογικοί  – σε αντιδιαστολή με τους γεωστρατιωτικούς και γεωοικονομικούς - αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως άλλωστε και της Δύσης γενικότερα,  είναι οι θρησκευτικοί και εθνοφυλετικοί φανατισμοί. 

Ευρέως υποστηρίζεται βέβαια ότι το εντυπωσιακό αυτό αμερικανικό κεφάλαιο ήπιας ισχύος διασπαθίζεται από τη στενά εθνοκεντρική προσέγγιση και το επικοινωνιακό ύφος του πρόεδρου Τραμπ. Δύσκολα δε μπορεί να αμφισβητηθεί  ότι επίμαχες μονομερείς επί προεδρίας Τραμπ ενέργειες της Ουάσιγκτον, όπως, επί παραδείγματι, η απόσυρση από τη διεθνή συμφωνία για την κλιματική αλλαγή,[ix] ή ακόμη και από εκείνη για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αλλά και τα απαξιωτικά σχόλια του Αμερικανού προέδρου για διεθνείς θεσμούς αμερικανικής κυρίως επινόησης όπως ο ΟΗΕ, ή και προσωπικώς για προσκείμενους στις ΗΠΑ Ευρωπαίους και άλλους ξένους ηγέτες, έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη διεθνή εικόνα των ΗΠΑ – όλως ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι και οι ατυχέστερες δηλώσεις ή επιλογές των εκάστοτε προέδρων αδυνατούν να κλονίσουν τους βασικούς πυλώνες της αμερικανικής ήπιας ισχύος. Ενώ, η τάση – ενίοτε υπό την επήρεια μιας κατανοητής ηθικής φόρτισης - προς συνολική καταδίκη των διεθνοπολιτικών πεπραγμένων της προεδρίας Τραμπ παρουσιάζει τα μειονεκτήματα κάθε υπερβολής. Χαρακτηριστική η ομολογία, τρόπον τινά, ενός συντάκτη έγκυρης βρετανικής εφημερίδας και αυστηρού επικριτή του Αμερικανού προέδρου, ότι «κοιτάζοντας ενδεχομένως τη φωτεινή πλευρά της προεδρίας Τραμπ, θα έβλεπα μια φρέσκια προσέγγιση της Βόρειας Κορέας και της Ρωσίας, μια επανεκκίνηση [reset] του παγκόσμιου εμπορίου, μια ρεαλιστική επανεξέταση [reality check] του ΝΑΤΟ». [x]  Και πράγματι ο πρόεδρος Τραμπ αποδεικνύεται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αρκετά αποτελεσματικός στον χειρισμό του Βορειοκορεατικού˙ επιδιώκει, παρά τις οξείες εσωτερικές αντιδράσεις, να βελτιώσει - από θέση ισχύος, σημειωτέον - τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία˙ προσπαθεί να τοποθετήσει τις οικονομικές σχέσεις της χώρας του σε περισσότερο ανταποδοτική βάση – με περιορισμένη είναι αλήθεια μέχρι στιγμής επιτυχία, και ενίοτε υποτάσσοντας σημαντικές γεωπολιτικές παραμέτρους των σχέσεων αυτών σε στενά εμπορικές και εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες˙[xi] και φαίνεται να επιτυγχάνει την αυξημένη συμβολή των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ στην κοινή άμυνα. [xii]
Ενώ  προς τη σωστή, κατ’ αρχήν, κατεύθυνση δείχνουν να κινούνται και ορισμένες άλλες, μεγάλης σημασίας, αμερικανικές διεθνοπολιτικές επιλογές της τελευταίας διετίας. Πιο συγκεκριμένα: η Ουάσιγκτον συνεχίζει και επιτείνει την προς αντιμετώπιση του κινεζικού ηγεμονισμού στροφή της προεδρίας Ομπάμα προς Ασία [pivot to Asia], ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, τη μείζονος σημασίας στρατηγική της συνεργασία με την Ινδία και την Ιαπωνία – και τούτο παρά τις διαχρονικές εμπορικές προστριβές της με το Τόκιο.[xiii] Στον μεσανατολικό κυκεώνα καταβάλλει επίπονες προσπάθειες για την αναχαίτιση της ιρανικής περιφερειακής  επεμβατικότητας, την εξουδετέρωση της ισλαμικής τρομοκρατίας, και, ει δυνατόν, την επίλυση του Παλαιστινιακού – κατ’ ανάγκη όμως προσφεύγοντας και στην αβέβαιη σύμπραξη προβληματικών περιφερειακών συμμάχων της, όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, αλλά και της γεωπολιτικής της αντιπάλου Ρωσίας.[xiv] Και παρά  τις κατά καιρούς φραστικές εκρήξεις του προέδρου Τραμπ, η αμερικανική στάση έναντι των δύο κύριων θεσμικών συνιστωσών του Δυτικού Κόσμου που είναι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ παραμένει, ως προς τα μείζονα, σταθερή. [xv]

Ευρωπαϊκές αβεβαιότητες

Τούτου λεχθέντος, η έστω περιορισμένη και ενδεχομένως απλώς συγκυριακή διατάραξη των ευρωαμερικανικών σχέσεων πρέπει λογικώς να προβληματίζει και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στο μέτρο που η σύμπραξή τους, το μεν προσφέρει στην αμερικανική υπερδύναμη σημαντική προσαύξηση οικονομικής, στρατιωτικής, και, κυρίως ίσως – δεδομένης της ελκυστικής εικόνας του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους – ήπιας ισχύος, το δε συμβάλλει στη διαμόρφωση παγκόσμιων συσχετισμών ευνοϊκών για την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια και για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα γενικότερα.

Από την άλλη, όμως, κρίσιμες αβεβαιότητες με ευρύτερες, ευρωατλαντικές μεταξύ άλλων, προεκτάσεις περιβάλλουν την πορεία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταρασσόμενης, ειδικότερα, από την αντιπαράθεση μεταξύ των θιασωτών της περαιτέρω ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης – με ευγλωττότερο και συνεπέστερο εκφραστή της τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν [xvi] - και των πάσης απόχρωσης ευρωσκεπτικιστών. Πρόκειται για μια σκληρή, πολιτικο-ιδεολογική αναμέτρηση, διακύβευμα της οποίας είναι η συγκρότηση μιας συνεκτικής Ευρώπης ικανής να διαδραματίσει ηγετικό διεθνή ρόλο - μεταξύ άλλων ως ισχυρός εταίρος των ΗΠΑ με ουσιαστικό λόγο στις διεθνείς επιλογές της εκάστοτε αμερικανικής ηγεσίας. Με την τυχόν επικράτηση των φυγόκεντρων τάσεων να σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, τη διαιώνιση του υφιστάμενου χαλαρού συστήματος  εριζόντων ευρωκοινοτικών κρατών, ουδέν εκ των οποίων διαθέτει πλέον τις δημογραφικές και στρατιωτικές προδιαγραφές μεγάλης δύναμης˙ και συνακόλουθα την καταδίκη των Ευρωπαίων σε μια υποτονική και φθίνουσα διεθνή παρουσία υπό τη σκιά των κυρίαρχων ηπειρωτικών γιγάντων.

Επίμετρο

Οι διεθνείς συνθήκες και οι πολυεθνικοί οργανισμοί με προεξάρχοντα τα Ηνωμένα Έθνη προσφέρονται ως ένα πολύτιμο μέσο διακρατικής επικοινωνίας, συνεννόησης, και σύμπραξης, το οποίο οι εμπνευστές του Δυτικοί έχουν κάθε λόγο να αξιοποιούν και προάγουν – πλην όμως δεν υποκαθιστούν τους διακρατικούς συσχετισμούς ισχύος. Όταν οι θεσμοί αυτοί αντιστρατεύονται μείζονα συμφέροντά τους, ο ισχυροί ευσχήμως τους παρακάμπτουν – ή και απροσχημάτιστα τους αγνοούν.[xvii] Τούτο δε ισχύει ακόμη και για τις ίδιες τις δυτικές δυνάμεις και δη τις ιθύνουσες. Αρκεί, διά του λόγου το αληθές, να υπομνησθούν, αφ’ ενός, οι διαχρονικές μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στην ίδια την αμερικανική ήπειρο και η εισβολή τους στο Ιράκ, και, αφ’ ετέρου, οι πολεμικές επιχειρήσεις των Ευρωπαίων κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Λιβύης. Ενώ τα εκτός δυτικού χώρου ισχυρά κράτη, εξ ορισμού ξένα προς το πνεύμα ενός δυτικής προέλευσης δικαιικού συστήματος, επικαλούνται ή παρορούν τους διεθνείς θεσμούς κατά το δοκούν. 
Υπό τις συνθήκες δε αυτές, καθοριστικής σημασίας για την αποφυγή εφιαλτικών, δεδομένης της καταστρεπτικότητας των διαθέσιμων πολεμικών μέσων, συρράξεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων είναι η διατήρηση του ευρωατλαντικού προβαδίσματος ισχύος έναντι της ανασυγκροτούμενης Ρωσίας και, ιδίως, της ανερχόμενης Κίνας – και συνακόλουθα η διασφάλιση της ενότητας του δυτικού κόσμου και η πολιτικοστρατιωτική ισχυροποίηση της πολυπληθέστερης, οικονομικά εύρωστης ευρωπαϊκής συνιστώσας του. Αλλά, συγχρόνως, και η αντιμετώπιση από τη Δύση των αναδυόμενων παγκόσμιων κέντρων ισχύος με μέτρο και διάθεση ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας – και συνεπώς και με κατανόηση για τα ζωτικά τους συμφέροντα. [xviii]



[i] Βλ. ενδιαφέρουσα ανάλυση του καθηγητού του Χάρβαρντ Graham Allison, υπό τον τίτλο The Myth of the Liberal Order, στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2018 του Foreign Affairs.
[ii] Charles Krauthammer, The Unipolar Moment, Foreign Affairs, 9-11-1990.
[iii] Τον όρο εισήγαγε στη διεθνή βιβλιογραφία και διάλογο ο καθηγητής του Χάρβαρντ Joseph S. Nye Jr. Βλ. σχετικώς το βιβλίο του Soft Power, Public Affairs, New York, 2004.
[iv] Το 2017 οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ ανήλθαν σε $610 δις έναντι των 578 δις των κινεζικών, ρωσικών, σαουδαραβικών, ινδικών, γαλλικών, βρετανικών και ιαπωνικών αθροιστικώς. Για το 2019 το Κογκρέσο έχει ήδη εγκρίνει κονδύλια αυξημένα κατά $ 82 δις έναντι εκείνων του 2017. Βλ. U.S. Defense spending compared to other countries, Peter G. Peterson Foundation, 7-5-2018˙ και Jeff Stein, U.S. military budget inches closer to $1 trillion-mark, Washington Post, 19-6-2018.
[v] Βλ. U.S. military edge has eroded to ‘a dangerous degree,’ study for Congress finds, The Washington Post, 14-11-2018.
[vi] Για τη ρωσική προσέγγιση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων, βλ. What Does the Kremlin Want Out of Putin and Trump’s Meeting?, Carnegie Moscow Center - Carnegie Endowment for International Peace, 27-11-2018. Για μια γενικότερη θεώρηση των σχέσεων αυτών, βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ρωσία και Δύση: Μια Αμφίσημη Σχέση, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 125 Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2018.
[vii] Για μια συνοπτική παρουσίαση της εντυπωσιακής ανόδου της Κίνας και της ιδιομορφίας του κινεζικού καθεστώτος, βλ. The Land That Failed to Fail, New York Times, 18-11-2018.  
[viii] Βλ. Derek Watkins, K.K. Rebecca LaiI και Keith Bradsher, The World Built by China, New York Times, 18-11-2018.  Κατά τους συντάκτες του άρθρου, «Η Κίνα προσβλέπει σε ένα τεράστιο παγκόσμιο πλέγμα εμπορίου, επενδύσεων και υποδομών που θα αναμορφώσει τους οικονομικούς και γεωπολιτικούς δεσμούς – και θα φέρει τον κόσμο πλησιέστερα προς το Πεκίνο. Πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή του Σχεδίου Μάρσαλ
[ix] Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατη έκθεση των αμερικανικών κρατικών υπηρεσιών τονίζει τους μεγάλους κινδύνους που η  κλιματική αλλαγή συνεπάγεται για την αμερικανική οικονομία.  Βλ. Clashing with Trump, U.S. government report says climate change will batter economy, Reuters, 23-11-2018.
[x] Simon Jenkins, We now know it’s folly to rage against Trump, The Guardian, 9-11-2018.
[xi] Για μια κριτική θεώρηση της προσέγγισης αυτής του εξωτερικού εμπορίου, βλ. Trump's Trade War Escalates, Foreign Affairs, 25-11-2018.
[xii] Βλ. μεταξύ άλλων, France and Germany to increase defence spending amid fears Donald Trump may pull US troops from Europe, The Telegraph, 8-7-2018 και Germany plans to increase size of armed forces, Financial Times,30-11-2018
[xiii] Pence Calls for an Indo-Pacific Region Free of Chinese ‘Aggression’. U.S. vice president criticizes China during his Asia tour, signaling a tougher stance against Beijing, Wall Street Journal, 15-11-2018
[xiv] Οι στενές σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Σαουδική Αραβία δοκιμάζονται τελευταία από τη βάρβαρη δολοφονία του αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο σαουδαραβικό Γενικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη. Βλ. σχετικώς μεταξύ πολλών άλλων: Trump affirms Saudi alliance despite Khashoggi case, Financial Times, 21-11-2018˙ For Trump, the bottom line on Saudi Arabia takes precedence over human rights, The Washington Post, 20-11-2018˙ Mattis says U.S. must balance rights concerns with ‘strategic’ Saudi ties, The Washington Post,21-11-2018. Χαρακτηριστική του αμερικανικού διλήμματος είναι η επισήμανση του Αμερικανού υπουργού άμυνας ότι «οι (Αμερικανοί) Πρόεδροι δεν έχουν συχνά τη δυνατότητα να συνεργασθούν με άσπιλους εταίρους».
[xv] Βλ. Rebecca Ballhaus and Laurence Norman, Trump Reaffirms Commitment to NATO After Strained Emergency Meeting, Wall Street Journal, 12-7-2018. Βλ. και Γ. Ε. Σέκερης, Ένας χρόνος εξωτερικής πολιτικής Τραμπ, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 122 Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2018.
[xvi] Κατευθυντήρια ιδέα του προέδρου Μακρόν είναι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, ή, κατ’ άλλη διατύπωση, η Ευρώπη των προθύμων. Με την, εν πάση περιπτώσει ιδιαίτερα δυσχερή, προώθηση των ρηξικέλευθων προτάσεων του Γάλλου προέδρου για την ευρωζώνη (υιοθέτηση ειδικού προϋπολογισμού) και για την άμυνα (δημιουργία «ευρωπαϊκού στρατού») να προϋποθέτει τη γερμανική υποστήριξη˙ την οποία, μετά αρχικούς, υπό την πίεση των πιο συντηρητικών κύκλων της χώρας της, δισταγμούς, η καγκελάριος Μέρκελ, σε φάση, όπως όλα δείχνουν, βαθμιαίας εξόδου της από την εξουσία, φαίνεται τώρα να παρέχει. Βλ. μεταξύ πολλών άλλων : Eric Maurice, Macron revives multi-speed Europe idea, EUobserver, 30-8-2017˙ Franco-German eurozone budget plan wins support, Financial Times, 20-11-2018˙ και Merkel joins Macron in calling for EU army to complement NATO, Politico, 13-11-2018. Εξ άλλου, για μια καλή συνοπτική παρουσίαση των προαπαιτουμένων για τη συγκρότηση ενός «ευρωπαϊκού στρατού», βλ. Et si l’armée européenne n’était pas un projet si loufoque, Bruxelles 2, 13-11-2018.
[xvii] Ενδιαφέρον σχετικώς παρουσιάζουν οι ακόλουθες επισημάνσεις του καθηγητού Graham Allison στο προμνησθέν άρθρο του (υποσημείωση i): «Όμως πολλοί λησμονούν ότι ακόμη και ο Χάρτης των ΗΕ…ευνοεί τους ισχυρούς έναντι των αδυνάτων. Η επιβολή των απαγορεύσεων του χάρτη ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στο οποίο εκάστη των πέντε μεγάλων δυνάμεων διαθέτει μόνιμη έδρα – και βέτο.  Όπως παρατηρεί ο Ινδός στρατηγιστής C. Raja Mohan, οι υπερδυνάμεις είναι «εξαιρετικές»˙ δηλαδή εξαιρούν εαυτές, όταν αποφασίζουν ότι αυτό εξυπηρετεί τις επιδιώξεις τους. »  
[xviii] Για την επικίνδυνη αγνόηση από τη Δύση ζωτικών ρωσικών συμφερόντων, βλ. Simon Jenkins, Forget Brexit, war in Ukraine is the biggest threat to Europe. History may compare the handling of a defeated and depressed Russia in the 1990s to that of Germany after 1918, The Guardian, 26-11-2018. Επίσης, το προμνησθέν (υποσημείωση vi)  άρθρο μου στις Εθνικές Επάλξεις.



Saturday, September 8, 2018

ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΗ: ΜΙΑ ΑΜΦΙΣΗΜΗ ΣΧΕΣΗ


Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση άρθρου στο επόμενο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικού οργάνου του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ). 

Οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση είναι διαχρονικά αμφίσημες: Μετά την αρχική βυζαντινή τους μαθητεία, οι Ρώσοι αναζήτησαν εκσυγχρονιστικά πρότυπα στον ευρωπαϊκό χώρο και, εν συνεχεία, στον βορειοαμερικανικό – εμμένοντας όμως στη διακριτή πολιτισμική τους ταυτότητα˙ και θέτοντας τη δυτική τεχνολογική και οργανωτική εμπειρία στην υπηρεσία μεγαλεπήβολων εθνικών τους εγχειρημάτων, ανάλογων προς τα  εδαφικά και δημογραφικά μεγέθη τους. Και, από την πλευρά τους, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, αναγκάσθηκαν εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσουν τον ρωσικό γίγαντα, υπό τις εκάστοτε πολιτειακές μεταμορφώσεις του, ως μείζονα συνιστώσα του γεωπολιτικού γίγνεσθαι, και, κατά περίπτωση, ως σύμμαχο ή αντίπαλο˙ χωρίς ωστόσο να τον θεωρούν μέρος του δυτικού κόσμου.

Sunday, June 10, 2018

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ, ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ, ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΛΑΝΤΙΚΩΝ ΔΕΣΜΩΝ



Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση άρθρου στο επόμενο τεύχος των Εθνικών Επάλξεων, περιοδικού οργάνου του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).
Δύο χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Αμερικανός διεθνολόγος Samuel P. Huntington, σε πολύκροτο άρθρο του, διευρυνθέν αργότερα σε ευπώλητο  βιβλίο, [i] διαπίστωνε ότι η επί Ψυχρού Πολέμου τριχοτόμηση του πλανήτη σε σοβιετικό συνασπισμό, ελεύθερο κόσμο, και αδεσμεύτους έδινε τη θέση της στις διαχωριστικές γραμμές και τους ανταγωνισμούς μεταξύ έξι ή επτά «πολιτισμών»· με τον κάποτε κυρίαρχο δυτικό, ειδικότερα, να αντιμετωπίζει αύξουσες προκλήσεις εκ μέρους των ανερχόμενων ασιατικών και του Ισλάμ. Μολονότι δε πάσχουσα από τις εγγενείς υπερβολές κάθε δογματισμού, η πολιτισμική αυτή θεώρηση του διεθνούς γίγνεσθαι εμπερικλείει ασφαλώς πυρήνα αληθείας· στο μέτρο ιδίως που αναδεικνύει την κοινότητα αξιών και, σε ποικίλλοντα βαθμό, γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών - και, συνακόλουθα, την εκ των πραγμάτων αλληλεξάρτηση και  ανάγκη αλληλεγγύης των δύο πλευρών του Ατλαντικού.
Και οι μεν κοινές αξίες παραμένουν λίγο-πολύ αυτονόητες, εμπεδωμένες στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, στον χριστιανισμό, στον διαφωτισμό, και στα εν συνεχεία δυτικά πολιτισμικά επιτεύγματα πολιτισμική πρόοδο. Με πολιτική προέκταση τη «δυτικού τύπου» δημοκρατία, όπως αποτυπώνεται στο αμερικανικό σύνταγμα και στις δύο ιδρυτικές συνθήκες της Κοινοτικής Ευρώπης – της Ρώμης του 1957 και του Μάαστριχτ του 1992· σε αντιδιαστολή προς τα ετερόκλιτων ιδεολογικών ή θρησκευτικών προσήμων αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και προς τις κακέκτυπες απομιμήσεις του δυτικού προτύπου. [ii] Ενόσω δε υφίστατο ο εκ Σοβιετίας κίνδυνος, εξ ίσου δεδομένη ήταν και η υπό τη σκέπη της αμερικανικής ισχύος πολύπλευρη σύμπραξη των δυτικών εθνών.
Η απουσία, ωστόσο, εμφανούς υπαρξιακής απειλής στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον έχει ενθαρρύνει στους κόλπους της Δύσης τάσεις προς αποσυσπείρωση: Οι Ευρωπαίοι έχουν επικεντρωθεί πρωτίστως στην προώθηση των επί μέρους εθνικών τους συμφερόντων και του κοινού ενοποιητικού τους εγχειρήματος· και, μολονότι δεν έπαυσαν να επαφίενται κατά κύριο λόγο στη Ουάσιγκτον για τη διασφάλιση των παγκόσμιων ισορροπιών και τη διαχείριση και ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διεθνών κρίσεων, επικρίνουν συχνά τις εκάστοτε αμερικανικές επιλογές αφ’ υψηλού. Και οι Αμερικανοί τείνουν να ενεργήσουν χωρίς επαρκή προηγούμενη διαβούλευση με τους υπερατλαντικούς συμμάχους των, ή και δίνοντας ενίοτε την εντύπωση ότι δεν λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τις ευρωπαϊκής απόψεις και ευαισθησίες.
Άμα δε τη αναλήψει της προεδρίας από τον κ. Τραμπ, οι υφέρπουσες, ως επί το πολύ, ευρωαμερικανικές αυτές εντάσεις ήλθαν αποτόμως στην επιφάνεια. Καθώς δηλώσεις του νέου Αμερικανού προέδρου, προεκλογικές και αρχικές μετεκλογικές, μάλλον απαξιωτικές για ΕΕ και ΝΑΤΟ,[iii] και κυρίως μια σειρά από αποφάσεις του αντίθετες προς τις θέσεις, τις εισηγήσεις, και τα συμφέροντα των Ευρωπαίων, πλην αρεστές στην εκλογική του βάση - απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, έμπρακτη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ με την εκεί μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας, καταγγελία της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, επιβολή δασμών σε μείζονος σημασίας ευρωπαϊκά προϊόντα - αλλά και  η  ανορθόδοξη, ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση της διεθνούς διπλωματίας από τον κ. Τραμπ, έχουν επανειλημμένως προκαλέσει τις ευεξήγητες, αλλά όχι πάντοτε τελεσφόρες, αντιδράσεις της ευρωπαϊκής πλευράς. [iv]
Μείζονες, ωστόσο, κοινές προκλήσεις και στο νέο διεθνές περιβάλλον συνηγορούν υπέρ της διατήρησης της συνοχής και της συνέχισης της σύμπραξης των δύο κύριων συνιστωσών του δυτικού κόσμου: Η ανερχόμενη Κίνα, πέραν των περιφερειακών ηγεμονικών επιδιώξεών της, συνεπεία των οποίων τίθεται σε κίνδυνο, εκτός των άλλων, η ελευθερία των θαλασσών, αναπτύσσει ένα παγκόσμιο οικονομικό, εμπορικό, και τεχνολογικό δίκτυο εν δυνάμει απειλητικό για τα ευρωαμερικανικά συμφέροντα.[v] Η ανασυγκροτούμενη Ρωσία ασκεί πιέσεις στον ευρωπαϊκό της περίγυρο διεγείρουσες τους φόβους των ανατολικών, κυρίως, μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ· [vi] και επεμβαίνει πολιτικοστρατιωτικά στον μεσανατολικό χώρο προς κατεύθυνση συχνά ασύμβατη με τις δυτικές στοχεύσεις – ιδίως στο μέτρο που έχει στηρίξει ακραίες ενέργειες του συριακού καθεστώτος, και, εξ αντικειμένου τουλάχιστον, παρέχει χώρο στις φιλοδοξίες της Τεχεράνης. Και ο ισλαμικός εξτρεμισμός πλήττει, τόσο τους Αμερικανούς, όσο και τους Ευρωπαίους  – τους τελευταίους ειδικότερα με τις μεταναστευτικές ροές που προκαλεί η αποσταθεροποιητική δράση του στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
***
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων της νέας εποχής οι ευρωπαϊκές δυνατότητες από μόνες τους τυγχάνουν καταφανώς ανεπαρκείς. Εν πρώτοις, παρά τις καταβαλλόμενες από τον Γάλλο πρόεδρο και άλλους συσπειρωτικές προσπάθειες, η Ευρώπη αδυνατεί αυτή τη στιγμή να ενεργήσει πειστικά στον διεθνή χώρο ως ενιαία δύναμη. Και, μολονότι οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ είναι πενταπλάσιες των ρωσικών και, άρα, έστω και αν υπολείπονται του ημίσεος των αμερικανικών, μόνο ευκαταφρόνητες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, η απουσία μιας πράγματι κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας - παρά το θετικό βήμα που αποτελεί η πρόσφατη ενεργοποίηση της «Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας» (γνωστής με το αγγλικό ακρωνύμιο PESCO) – καθιστά την ορθολογική, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, αξιοποίηση των οικονομικών αυτών πόρων ανέφικτη. [vii] Ως εκ τούτου δε η μέσω του ΝΑΤΟ αμερικανική εγγύηση της άμυνας και ασφάλειας των ευρωπαϊκών εθνών είναι αναντικατάστατη.
Ενώ και στον οικονομικό τομέα η Ευρώπη συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αμερικανικές επιλογές. Σύμφωνα με τον γνωστό αρθρογράφο της «Financial Times» Gideon Rachman, «ο κεντρικός ρόλος της Αμερικής στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα προσφέρει στην αμερικανική κυβέρνηση ένα τεράστιας ισχύος οικονομικό όπλο»· και «το δολάριο, εξ ίσου με την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, επιτρέπει στις ΗΠΑ να καταναγκάζουν, τόσο τους συμμάχους, όσο και τους αντιπάλους των».[viii]
Παρά ταύτα, όμως, η αμερικανική υπερδύναμη δεν έχει την ευχέρεια να αγνοεί τον ευρωπαϊκό παράγοντα. Κατά τον Rachman και πάλι, «οι Ηνωμένες Πολιτείες, ξεχωρίζουν από τις χώρες τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει στρατηγικούς των ανταγωνιστές - τη Ρωσία και την Κίνα - χάρις στο δίκτυο των συμμαχιών τους»· αντλώντας από τους συμμάχους των «πραγματικά» οφέλη, όπως οι «υπερπόντιες στρατιωτικές βάσεις», «θεμέλιο της αμερικανικής παγκόσμιας εμβέλειας», και η «ανταλλαγή πληροφοριών» «για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής». Και επειδή «δεν έχουν τη δυνατότητα να απαντούν σε όλες τις προκλήσεις με προσφυγή στη στρατιωτική ισχύ ή σε οικονομικές κυρώσεις, στηρίζονται, υπό ομαλές συνθήκες, …σε ένα δίκτυο νόμων και θεσμών που, δια μέσου των δεκαετιών, οι ίδιες και οι σύμμαχοί τους έχουν σε μεγάλο βαθμό διαμορφώσει». Στην ευρωπαϊκή δε στήριξη προς την Ουάσιγκτον πρέπει να συμπεριληφθούν η διπλωματική σύμπραξη - ιδιαίτατα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών – και η, έστω και περιορισμένης έκτασης, ενεργός στρατιωτική.  Με την τελευταία αυτή να εξυπηρετεί, πέραν των επιχειρησιακών αναγκών, και επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Όπως προκύπτει, επί παραδείγματι, από την ευρωπαϊκή συμβολή στην ενίσχυση του ανατολικού πλευρού του ΝΑΤΟ και από τη γαλλική και βρετανική συμμετοχή στην αεροπορική επίθεση του περασμένου Απριλίου κατά των χημικών εγκαταστάσεων του συριακού καθεστώτος.
Συνακόλουθα, οι ευρωαμερικανικές τριβές λειτουργούν, σε κάποιο βαθμό - και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά ιδίως στην ευρωπαϊκή - ως κίνητρο για τη διασφάλιση της διατλαντικής συνεργασίας. Χαρακτηριστικές οι επισκέψεις στον Λευκό Οίκο των ηγετών του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, και της Γαλλίας, και η μεγαλοπρεπής υποδοχή του Αμερικανού Προέδρου στο Παρίσι επ’ ευκαιρία της Ημέρας της Βαστίλης· αλλά και η επικείμενη, παρά τις βρετανικές λαϊκές και πολιτικές αντιδράσεις, «επίσκεψη εργασίας» του κ.Τραμπ στο Λονδίνο. [ix] Ιδιαίτερα δε σημαντικές εν προκειμένω αποδεικνύονται οι τρόπον τινά γεφυροποιητικές προσπάθειες του ρεαλιστή Γάλλου προέδρου Μακρόν. Ο οποίος, ενώ δεν διστάζει να προβάλλει και δημοσία τις συχνά κρίσιμες διαφοροποιήσεις του από τις αμερικανικές θέσεις και ενέργειες, επιδεικνύει συνάμα κατανόηση για τις εσωτερικές, κυρίως, σκοπιμότητες του Αμερικανού ομολόγου του, και αναζητεί τρόπους γεφύρωσης των ενδοσυμμαχικών διαφορών. [x]
Και στον μεν απωανατολικό χώρο, δεδομένης της ασθενούς ευρωπαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής παρουσίας, τα κύρια βάρη για την αντιμετώπιση μειζόνων προκλήσεων, όπως το Κορεατικό και ο διαφαινόμενος κινεζικός ηγεμονισμός, φέρουν κατ’ ανάγκη οι ισχυρότεροι αμερικανικοί ώμοι. Με τους Ευρωπαίους - ουσιαστικά τους Βρετανούς και τους Γάλλους, μόνους διαθέτοντες τις σχετικές δυνατότητες – να παρέχουν στις ΗΠΑ συμβολική στρατιωτική στήριξη υπό μορφή συμμετοχής σε γυμνάσια αποτροπής της βορειοκορεατικής επιθετικότητας, και όντως κρίσιμης σημασίας διπλωματική στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. [xi] Και με, μόνους κατ’ ουσίαν εκ των Δυτικών, τους Αμερικανούς να επωμίζονται τη στρατιωτική αντιμετώπιση των επεκτατικών τάσεων του Πεκίνου στον Ινδο-Ειρηνικό [xii]– σε σύμπραξη, κατά περίπτωση, με τοπικές συμμαχικές τους και άλλες δυνάμεις. Ενώ, έναντι των κινεζικών οικονομικών και εμπορικών βλέψεων, τόσο οι ευρωπαϊκές χώρες – παρά την αναζήτηση στο κοινοτικό πλαίσιο μορφών συλλογικής αντίδρασης - όσο και η Ουάσιγκτον, δείχνουν να υιοθετούν στην πράξη στενά εθνοκεντρικές ατζέντες. Πρωτοστατούσης μάλιστα της κυβέρνησης Τραμπ. [xiii]
***
Από την άλλη, ιδιαίτερη βαρύτητα προσλαμβάνουν οι επιλογές των Ευρωπαίων σε σχέση με το εγγύς γεωπολιτικό τους περιβάλλον: τη Ρωσική Ομοσπονδία και τη Μέση Ανατολή. Όπου όμως, σε αρκετές περιπτώσεις, η σύμπλευσή τους με την Ουάσιγκτον αποδεικνύεται συχνά προβληματική. Συγκεκριμένα:
Σε αντίθεση με την αδυσώπητα συγκρουσιακή σχέση της με τη Σοβιετική Ένωση, η Δύση προσεγγίζει τη σημερινή Ρωσία υπό πολλαπλό και εν πολλοίς αντιφατικό πρίσμα· ταλαντευόμενη, ειδικότερα, μεταξύ, αφ’ ενός, της απόκρουσης των προσπαθειών της Μόσχας να ανακτήσει την επιρροή της στο ευρωπαϊκό «εγγύς εξωτερικό» της και τα ερείσματά της στον μεσανατολικό χώρο, και, αφ’ ετέρου, της αξιοποίησης του ρωσικού παράγοντα για την αντιμετώπιση κοινών απειλών, όπως η ισλαμική τρομοκρατία, αλλά και για την εξισορρόπηση της ανερχόμενης Κίνας. Η αναζήτηση δε της χρυσής στρατηγικής τομής περιπλέκεται περαιτέρω από εσωτερικές διαφωνίες εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα αντιρωσικά ανακλαστικά μέρους των στρατιωτικών και των υπηρεσιών πληροφοριών, και, κυρίως, οι αναπόδεικτες – τουλάχιστον μέχρι στιγμής - καταγγελίες της αντιπολίτευσης κατά του κατ’ αρχήν αποκλίνοντος υπέρ της συνεννόησης με τη Μόσχα προέδρου Τραμπ για «συμπαιγνία» με τη ρωσική ηγεσία, δυσχεραίνουν μεγάλως τις σχετικές αποφάσεις.[xiv] Όσο και στην ευρωενωσιακή Ευρώπη, στην οποία, οι μεν Βρετανοί και περισσότεροι Ανατολικοευρωπαίοι δίνουν την εντύπωση ότι διακατέχονται από ένα είδος ρωσοφοβίας, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίων οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, και, όπως φαίνεται και η νέα ιταλική κυβέρνηση, υιοθετούν μια πιο ευέλικτη στάση - αντανακλώσα αναμφιβόλως και εθνικά τους οικονομικά και, κατά περίπτωση και ενεργειακά,  συμφέροντα. [xv] Εν πάση, όμως, περιπτώσει, η Δύση, κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, διατηρεί έως τώρα έναντι της Ρωσίας ένα κατά βάση ενιαίο μέτωπο – ματαιώνοντας έτσι τη διαχρονική επιδίωξη του Κρεμλίνου να τη διασπάσει .
Αλλά και  ως προς το Συριακό, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έχουν ως επί το πολύ συμπλεύσει – αν και όχι πάντοτε προς την ορθή κατεύθυνση. Αφού, δηλαδή, ενθάρρυναν παντοιοτρόπως, εν ονόματι της δημοκρατίας, τις κινήσεις κατά του καθεστώτος Άσαντ, συμβάλλοντας έτσι στο επακολουθήσαν χάος, εν συνεχεία φάνηκαν άκρως απρόθυμοι να παρέμβουν αποφασιστικά προς διαμόρφωση μιας σταθερής εναλλακτικής τάξης πραγμάτων. Και δια της αδράνειάς τους διευκόλυναν την ισχυροποίηση των ακραίων σουνιτών ισλαμιστών – υποθαλπόμενων, αρχικά τουλάχιστον, και από τους ομοθρήσκους των Σαουδάραβες και Τούρκους.
Και άνοιξαν έτσι τον δρόμο για τη δυναμική ανάμειξη του σιιτικού Ιράν υπέρ των θρησκευτικώς συγγενών του κυβερνώντων Αλεβιτών. Αλλά και για την εντυπωσιακή επιστροφή της Ρωσίας στον μεσανατολικό χώρο, μέσω της παροχής στην - από τη σοβιετική ήδη εποχή προσκείμενη στη Μόσχα - Δαμασκό καθοριστικής σημασίας στρατιωτικής αρωγής.
Είναι, πιθανώς, πολύ αργά πλέον για να αποκατασταθεί πλήρως η ενότητα της συριακής επικράτειας υπό όρους αποδεκτούς από τη Δύση. Ρεαλιστικότερος δε δυτικός στόχος αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι μια αποκεντρωμένη Συρία, απαλλαγμένη από το τζιχαδικό καρκίνωμα, στεγανοποιημένη υπό έποψη εξαγωγής προσφύγων και μεταναστών, και με δραστικά περικομμένη την υπέρμετρη εκεί ιρανική επιρροή – έτσι ώστε, μεταξύ άλλων, να παύσει η χρησιμοποίηση του συριακού εδάφους ως εφαλτηρίου για ιρανικές ή ιρανικής υποκίνησης επιθέσεις κατά του Ισραήλ.
Κατά τα λοιπά, το Ιρανικό θέτει υπό σοβαρή δοκιμασία τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. [xvi] Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης (διεθνώς γνωστή επισήμως ως Joint Comprehensive Plan of Action [JCPOA]), αλλά και τα επαπειλούμενα από την Ουάσιγκτον μέτρα κατά των μη συμμορφούμενων με τις συναφείς αμερικανικές κυρώσεις εταιριών, θέτουν προ οδυνηρών διλημμάτων την ευρωπαϊκή πλευρά και ειδικότερα τους συνυπογράψαντες Βρετανούς, Γάλλους και Γερμανούς. Οι οποίοι, επιδιώκουν μεν την, έστω και ερήμην των Αμερικανών, τήρηση των συμπεφωνημένων και διερευνούν τις σχετικές δυνατότητες διαβουλευόμενοι με τα επίσης συμβαλλόμενα μέρη Ρωσία και Κίνα και με το ίδιο το Ιράν, πλην όμως δεν είναι διατεθειμένοι να αντιπαρατεθούν ευθέως στην αμερικανική υπερδύναμη. Και ως εκ τούτου, με πρωτοστατούντα και εδώ τον Γάλλο πρόεδρο, αναζητούν τρόπους μερικής τουλάχιστον ικανοποίησης των θέσεων της Ουάσιγκτον. [xvii]
Μένει βέβαια να φανεί κατά πόσον οι ευρωπαϊκές αυτές προσπάθειες θα τύχουν ανταπόκρισης, τόσο στην Τεχεράνη – η οποία τηρεί επί του παρόντος στάση αδιάλλακτη -– όσο, κυρίως, και στην Ουάσιγκτον. Οι στοχεύσεις της οποίας, όπως προσφάτως τις εξέθεσε ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, εξικνούνται πολύ πέραν της διασφάλισης της οριστικής αποπυρηνικοποίησης του Ιράν, συμπεριλαμβανομένων και των μη καλυπτόμενων από τη συμφωνία του 2015 πυραυλικών μέσων μεταφοράς πυρηνικών κεφαλών, και κατατείνουν στη δραστική περιστολή της ιρανικής περιφερειακής στρατιωτικής παρουσίας και επιρροής. Με τον κ. Πομπέο να απαιτεί, μεταξύ άλλων, από τους Ιρανούς να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το συριακό έδαφος και τη στήριξή τους από τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς, την Ισλαμική Τζιχάντ, και τους επαναστάτες Χούθι στην Υεμένη, και να παύσουν να απειλούν με εξόντωση το Ισραήλ· και να προειδοποιεί ότι θα επιβληθούν στην Τεχεράνη «οι αυστηρότερες κυρώσεις στην ιστορία …εάν το καθεστώς δεν αλλάξει πορεία».[xviii] Όπως δε όλα δείχνουν, οι οιονεί τελεσιγραφικές αυτές απαιτήσεις  εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο ενεργείας, προβλέπον τη συγκρότηση, υπό αμερικανική αιγίδα, ενός αντιϊρανικού μετώπου, με συμμετοχή του Ισραήλ και των συντηρητικών σουνιτικών καθεστώτων - κατά κύριο λόγο της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου· διατηρουμένης συγχρόνως της Βαγδάτης εκτός ιρανικής επιρροής μετά την πρόσφατη εκλογική επικράτηση στο Ιράκ της εθνοκεντρικής πτέρυγας των πλειοψηφούντων στη χώρα Σιϊτών.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι ορισμένοι εκ του στενού περιβάλλοντος του Αμερικανού προέδρου έχουν εκδηλωθεί υπέρ μιας καθεστωτικής αλλαγής στο Ιράν, οι ελπίδες δεν εξέλιπαν, ότι, χάρις και στην ευρωπαϊκή διαμεσολάβηση, αλλά ίσως και στην υποβοηθητική εν προκειμένω διάθεση της Μόσχας,[xix] η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης της Ουάσιγκτον με την Τεχεράνη θα αποτραπεί. Και συνακόλουθα και ο κίνδυνος το γεωπολιτικό ιρανο-αμερικανικό μπρα-ντε-φερ να μετατραπεί σε θερμή αναμέτρηση - εμπλεκομένου ενδεχομένως και του Ισραήλ. Με απρόβλεπτες συνέπειες, πέραν των άλλων, και για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις· τις οποίες, δεν πρέπει να λησμονείται, η εισβολή στο Ιράκ το 2003 είχε θέσει υπό δεινή δοκιμασία.

Σημειωτέον ότι πρόσθετα εμπόδια στη μεσανατολική συνεργασία Αμερικανών και Ευρωπαίων φάνηκε, προς στιγμήν, να παρεμβάλλονται από τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ και τις επακολουθήσασες βίαιες αντιδράσεις της Χαμάς και τραγική απώλεια ανθρώπινων ζωών στη Λωρίδα της Γάζας. Υπό το φως, ωστόσο, των πρακτικώς μηδενικών, ακόμη και προ της  τελευταίας κρίσης, προοπτικών επίλυσης του Παλαιστινιακού, αλλά και της αδιατάρακτα και σήμερα συνεχιζόμενης συνεργασίας του Ισραήλ με τα συντηρητικά αραβικά καθεστώτα, οι – σε αρκετές περιπτώσεις έντονες - ευρωπαϊκές επικρίσεις της αμερικανικής διπλωματικής ενέργειας προσλαμβάνουν συμβολική απλώς σημασία και δεν αναμένεται να έχουν πρακτικές επιπτώσεις στις ευρωαμερικανικές σχέσεις.
Λίγες λέξεις, τέλος, για τη δυτική προσέγγιση της γεωπολιτικής μας γειτονιάς. 
Στον δυτικοβαλκανικό χώρο κοινός στόχος των Δυτικών είναι η σταθερότητα· και ακριβέστερα η υπό το φως της οδυνηρής εμπειρίας των «γιουγκοσλαβικών πολέμων» αποτροπή νέων περιπετειών στη Χερσόνησο του Αίμου. Με κύριες επιδιώξεις από αμερικανικής πλευράς τη ματαίωση της εικαζόμενης προσπάθειας διείσδυσης στην περιοχή, αφ’ ενός της Ρωσίας, και αφ’ ετέρου του ακραίου Ισλάμ, μέσω εθνολογικά και θρησκευτικά συγγενών τους τοπικών συμμάχων· και τη διασφάλιση ή και μελλοντική διεύρυνση της εκεί αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας -  με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο προς τη Μέση Ανατολή και τη Μόσχα. Ενώ και οι κοινοτικοί Ευρωπαίοι έχουν ισχυρούς δικούς των λόγους να ανησυχούν για τις βαλκανικές εξελίξεις, δοθέντος ότι τυχόν περιφερειακή αποσταθεροποίηση θα έπληττε σημαντικά οικονομικά, ενεργειακά, και τουριστικά τους συμφέροντα· και, κυριότατα, θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο προσφυγικών ροών και εξαγωγής τρομοκρατίας προς τις χώρες τους.
Ως τον αποτελεσματικότερο δε σταθεροποιητικό μοχλό εν προκειμένω, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι βλέπουν την ταχύρρυθμη ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στην Ατλαντική Συμμαχία – και, σύμφωνα με τις επίσημες κοινοτικές διακηρύξεις, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τους υπερμάχους, ωστόσο, μιας συνεκτικότερης ΕΕ, προεξάρχοντος του προέδρου Μακρόν, να μην αποκρύπτουν την αντίθεσή τους σε μια πρόωρη κοινοτική διεύρυνση, εν δυνάμει εμπόδιο στην εμβάθυνση της ΕΕ. Ως εκ τούτου δε, το πιθανότερο είναι ότι η νατοϊκή ένταξη των δυτικών Βαλκανίων θα αποδειχθεί ευχερέστερη από την κοινοτική – εφόσον βέβαια επιλυθεί εγκαίρως το ονοματολογικό των Σκοπίων.
Αλλά και σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές στοχεύσεις εν πολλοίς συμπίπτουν – ειδικότερα δε ως προς την ανάγκη διατήρησης της γείτονος εντός του δυτικού γεωπολιτικού πλέγματος. Ωστόσο τα κίνητρα των Ευρωπαίων και της Ουάσιγκτον εν μέρει διαφέρουν. Καθώς τους πρώτους απασχολούν κυρίως το προσφυγικό-μεταναστευτικό· ο χειρισμός των εγκατεστημένων στις χώρες τους Τούρκων· η μεθόδευση των – εικονικών ομολογουμένως - ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων· και η εμπορική και ενεργειακή παράμετρος. Ενώ, όπως και στην περίπτωση της Βαλκανικής, το αμερικανικό σκεπτικό κυριαρχείται από στρατηγικούς υπολογισμούς· και ειδικότερα από προβληματισμούς περί τις ρευστές σχέσεις του Τούρκου νατοϊκού συμμάχου με τη Ρωσία, τη Συρία, το Ιράν, το Ιράκ, τους Κούρδους, και, βεβαίως, το Ισραήλ. Συνακόλουθα δε, η εν πολλοίς επικοινωνιακή στηλίτευση του αυταρχισμού του τουρκικού καθεστώτος εκατέρωθεν του Ατλαντικού – εντονότερη γενικώς στη ευρωπαϊκή πλευρά  – βαίνει φθίνουσα. [xx]
***
Εν κατακλείδι: Και στο νέο διεθνές περιβάλλον, παρά τις αναπόφευκτες διαφωνίες και εντάσεις μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων, κοινά ζωτικά συμφέροντα καθιστούν τη συμπόρευσή τους μονόδρομο.



[i] Βλ. The Clash of Civilizations, Foreign Affairs, 1993, Volume 72, Number 3, Summer Issue. H ελληνική μετάφραση του βιβλίου κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκης, τον Μάιο 2017, υπό τον τίτλο «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης».
[ii] Είναι τρόπον τινα της μόδας να αυτοαποκαλούνται «δημοκρατίες», όχι μόνο αυταρχικά καθεστώτα, όπως το ρωσικό και το τουρκικό, αλλά και απροκαλύπτως ολοκληρωτικά, όπως τα μαρξιστικού προσήμου της Κίνας και της Βόρειας Κορέας, ή οι θεοκρατίες του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας.
[iii] Σε αντίθεση με τις προεκλογικές αυτές δηλώσεις, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον κ. Τραμπ, τόσο ο ίδιος, όσο και βασικοί συνεργάτες του έχουν επανειλημμένως επιβεβαιώσει δημοσία την παραδοσιακή γραμμή της Ουάσιγκτον υπέρ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. (Βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ένας χρόνος εξωτερικής πολιτικής Τραμπ, Εθνικές Επάλξεις, Τεύχος 122, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2017.) Σημειωτέον δε ότι, επί Τραμπ, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αντιθέτως αυξήθηκαν.
[iv] Επί παραδείγματι: την επομένη της εκλογής του Αμερικανού προέδρου, ο τότε Γερμανός αντι-καγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ δήλωνε ότι «ο Τραμπ είναι πρωτοπόρος μιας νέας αυταρχικής και σοβινιστικής διεθνούς κίνησης», και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ότι «η εκλογή του Τραμπ συνεπάγεται το ρίσκο της ανατροπής των διηπειρωτικών σχέσεων στις βάσεις και διάρθρωσή τους», Reuters, 11-11-2016. Επί πλέον, ο κ. Γιούνκερ χαρακτήρισε ενδεχόμενη επιβολή από τον κ. Τραμπ δασμών  στην ΕΕ «βλακώδη». Trump’s trade war splits the EU; Germany upset with Juncker’s “we can be stupid too” ». Dionysios Kefalakos, LinkedIn, 19-3-2018.   Ο δε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, αναφερόμενος στην πολιτική Τραμπ, αποφάνθηκε ότι «με τέτοιους φίλους δεν χρειάζεται κανείς εχθρούς». EU's Tusk asks: 'With friends like Trump, who needs enemies?', Reuters, 16-5-2017.
[v] Βλ. για τη στρατιωτική πτυχή των προβληματισμών από την άνοδο της Κίνας: Seth Cropsey, America Can’t Afford to Cede the Seas, Does the U.S. want to continue as a great power? China’s navy is set to surpass our fleet by 2030, Wall Street Journal, 14-5-2018· για την οικονομική/εμπορική/τεχνολογική πτυχή: Nathan Gardels, How the U.S. and China can avoid a technology battle, The Washington Post, 18-5-2018.
[vi] Βλ. Russia and the West, International Institute of Strategic Studies (IISS), Volume 24, Μάιος 2018, Strategic Comment 14, όπου επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με την εφετινή έκθεση του αμερικανικού υπουργείου άμυνας για το πυρηνικό δόγμα των ΗΠΑ [2018 US Nuclear Posture Review], προς επικράτηση σε συμβατική πολεμική σύγκρουση, το ρωσικό πυρηνικό δόγμα προβλέπει την προσφυγή σε τακτικά πυρηνικά όπλα. Κάτι όμως που η έγκυρη βρετανική δεξαμενή σκέψης αμφισβητεί, τονίζοντας ότι το εν λόγω ρωσικό δόγμα περιορίζει τη χρήση πυρηνικών στην απόκρουση «επίθεσης με μέσα μαζικής καταστροφής και συμβατικής επίθεσης απειλούσης την ύπαρξη του ρωσικού κράτους». Σημειωτέον πάντως ότι με την εκδοχή του αμερικανικού υπουργείου άμυνας για το μείζονος σημασίας αυτό θέμα συντάσσεται και η  Katarzyna Zysk σε άρθρο της υπό τον τίτλο Nonstrategic nuclear weapons in Russias evolving military doctrine, στο Bulletin of the Atomic Scientists, Volume 73, 2017 - Issue 5, How dangerous is hybrid war?
[vii] Βλ. π.χ, It’s Time for Europe’s Militaries to Grow Up,  The continent can't blame Trump for its long-running inability to take care of its own security, Stephen M. Walt, Foreign Policy, 23-2-2017. Παρά την εμφανέστατη γενικότερη αντιπολιτευτική του διάθεση έναντι του σημερινού Αμερικανού προέδρου, ο συντάκτης του άρθρου και γνωστός καθηγητής του Χάρβαρντ αναδεικνύει με ενάργεια την εγγενή αμυντική αδυναμία της ΕΕ.
[viii] Gideon Rachman, The New World Order: Donald Trump goes it alone, Financial Times, 12-5-2018.
[ix] Ημερομηνίες κλπ.
[x] Βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Ευρωπαϊκές προοπτικές και το γαλλικό παράδειγμα, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 123 Ιανουαρίου-Μαρτίου 2018.
[xi] Βλ. σχετικώς Γ. Ε. Σέκερης, Τεκτονικές Γεωπολιτικές μετατοπίσεις προς Ανατολική Ασία/Ειρηνικό, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 121 Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2017, σελίδα 20, καθώς και υποσημείωση 20.
[xii] Ο όρος αυτός, ο οποίος καλύπτει, πέραν του Ειρηνικού Ωκεανού και τον Ινδικό, υιοθετήθηκε πρόσφατα από τους Αμερικανούς σε σχέση με τη διευρυνόμενη απωανατολική στρατιωτική τους παρουσία – και κυρίως με το Πεκίνο κατά νουν. Βλ. Tara Copp INDOPACOM, it is: US Pacific Command gets renamed, Military Times, 30-5-2018. Επίσης, US rebrands Pacific command amid tensions with China, CNN, 30-5-2018.
[xiii] Για την ευρωπαϊκή στάση, βλ.επί παραδείγματι: Is the EU trying to derail China’s European ambitions with its new connectivity plan for Asia? South China Morning Post [keegan.elmer@scmp.com], 8-5-2018. Για την αμερικανική πολιτική:  Thomas Wright and Thorsten Benner, China’s relations with U.S. allies and partners in Europe, Brookings, 5-4-2018. Επίσης, Shawn Donnan Trump defends his intervention over China’s ZTE, Wall Street Journal, 15-5-2018
[xiv] Βλ. σχετικώς λίαν ενδιαφέρον άρθρο στην Wall Street Journal της 1ης Ιουνίου 2018: Brett Forrest και Peter Nicholas, U.S. in Early Talks for Potential Summit Between Trump and Putin. Meeting would bring to the international stage one of the world’s most enigmatic political relationships.
[xv] Σχετικά με τη βρετανική στάση έναντι της Μόσχας, βλ. επί παραδείγματι Mary Dejevsky, The UK’s obsession with the Russian bogeyman doesn’t stack up, The Guardian, 14-5-2018.  Σε σχέση με τη ρωσική πολιτική του Γάλλου προέδρου Μακρόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει άρθρο υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο Le pari russe dEmmanuel Macron στην έγκυρη Le Monde της 25-5-2018, όπου διαπιστώνεται ότι «στην Αγία Πετρούπολη [κατά την εκεί συνάντησή του με τον πρόεδρο Πούτιν στις 24-5-2018] ο Γάλλος πρόεδρος εξέφρασε την ικανοποίησή του για την προσέγγιση θέσεων με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στα δύο μείζονα θέματα της Συρίας και της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν» . Βλ. συμπληρωματικώς, Macron en Russie pour poursuivre un dialogue difficile avec Poutine, Le Monde, 23-5-2028· και Anatoly Kurmanaev, Macrons Outreach to Putin Tests U.S. Relations French president talks up oil major Totals investment in Russia in St. Petersburg, Wall Street Journal, 25-5-2018.
[xvi] Karen DeYoung, Αllies fume over Trumps withdrawal from Iran deal but have few options to respond, Washington Post, 14-5-2018· Bruno Tertrais Trump is wrong over Iran, but Europe cant afford to divorce the US, The Guardian, 16-5-2018· καθώς και ένα λίαν ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού Αμερικανού διεθνολόγου Walter Russell Mead επί των κινήτρων της αμερικανικής ιρανικής πολιτικής: Trump, Iran and American Power, Wall Street Journal, 14-5-2018.
[xvii] Στο προαναφερθέν άρθρο της Le Monde  Le pari russe dEmmanuel Macron [υποσημείωση xv], διαπιστώνεται ότι, παράλληλα με τη διατήρηση της πυρηνικής συμφωνίας, «ο κ. Μακρόν εκτιμά επίσης ότι είναι αναγκαίο η συμφωνία αυτή να συμπληρωθεί μέσω διαπραγματεύσεων με το Ιράν επί του πυρηνικού του προγράμματος μετά το 2015, επί του βαλλιστικού του προγράμματος, και επί  του ρόλου του στη Μέση Ανατολή».  
[xviii] Για το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Πόμπεο στη συντηρητική αμερικανική δεξαμενή σκέψης Heritage Foundation, βλ. After the Deal: A New Iran Strategy, State Department [https://www.state.gov/secretary/remarks/2018/05/282301.htm], 21-5-2018. Για μια σύνοψη των κυριότερων σημείων, Mike Pompeo speech: What are the 12 demands given to Iran? Al Jazeera, 26-5-2018.
[xix] Κατά την προμνησθείσα ομιλία του [υποσημ xviii] ο κ. Πομπέο υπογράμμισε τη σημασία που αποδίδει στις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους  επί του Ιρανικού. Για τη ρωσική στάση, βλ. Putin welcomes European efforts to save Iran nuclear deal, Reuters, 25-5-2018, όπου καταγράφεται και η ακόλουθη δημόσια δήλωση του προέδρου Πούτιν επ’ ευκαιρία των διαβουλεύσεών του με τον Γάλλο ομόλογό του Μακρόν: “Ασφαλώς μπορούμε να συζητήσουμε για τους βαλλιστικούς πυραύλους του Ιράν. Και να συζητήσουμε για την πολιτική του Ιράν στη Μέση Ανατολή και τις πυρηνικές του δραστηριότητές του μετά το 2025.»
[xx] Δεν στερείται ενδιαφέροντος το ότι, στο πλαίσιο των προσπαθειών του να εξασφαλίσει διεθνή ερείσματα στην μετά το Μπρέξιτ εποχή, το Λονδίνο συσφίγγει τις σχέσεις του και με την Άγκυρα, υποβαθμίζοντας την πτυχή ανθρώπινα δικαιώματα. Βλ. χαρακτηριστικό άρθρο της έγκυρης Financial Times της 11-5-2018 υπό τον εύγλωττο τίτλο UK prepares to roll out the red carpet for Erdogan. Relations with Turkey have improved in the past two years despite concerns about human rights.